ABTTF
EL
ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΜΑΣ Bülten İcon
Batı Trakya

Θρησκευτική Αυτονομία

Το Ζήτημα Μουφτήδων

Σε τρεις νομούς της Θράκης οι ανώτατη ιερωμένοι των Μουσουλμανικών κοινοτήτων είναι οι μουφτήδες. Ο Μουφτή αντιστοιχεί από μια άποψη σε μητροπολίτη. Ο τρόπος διορισμού των μουφτήδων είχε ρυθμιστεί με ένα νόμο που ισχύει από το 1920 και προέβλεπε να γίνονται εκλογές σε Μουσουλμανικές κοινότητες. 

Στα τέλη της δεκαετίας ’80 οι γέροι μουφτήδες οι οποίοι θεωρούνταν χρόνια τώρα «θρησκευτικοί ηγέτες» πέθαναν. Όμως η Κυβέρνηση δεν επέτρεπε να γίνονται εκλογές μέσα στη Μουσουλμανική κοινότητα για τον διορισμό καινούριων μουφτήδων όπως προβλεπόταν και από το νόμο. Καταργούταν ακόμη μια δημοκρατική εφαρμογή στη μειονότητα και την αντικαθιστούσε ο δεσποτισμός. Κι επίσης αποδεικνυόταν ακόμη μια φορά ότι οι νόμοι δεν ίσχυαν για τη μειονότητα και ήταν δυνατόν να ληφθούν κάθε λογής μέτρα με αυθαιρεσίες.

Μετά από λίγο καιρό καταργήθηκε ο νόμος που προέβλεπε εκλογή για τους μουφτήδες, νομιμοποιήθηκε ο δεσποτισμός και με την έγκριση ενός νόμου που ρύθμιζε τον διορισμό τον μουφτήδων από τους νομάρχες. Κατά τον διορισμό των μουφτήδων προβλεπόταν η προσφυγή στις απόψεις μιας επιτροπής αποτελούμενης από τη μειονότητα, όμως ουσιαστικά η αναφερόμενη επιτροπή δεν είχε καμιά εξουσία.

Τυπικά οι μουφτήδες θα διορίζονταν από το νομάρχη μετά τη δήλωση των απόψεων της επιτροπής. Στην πραγματικότητα όμως έχουν διοριστεί από το Υπουργείο Εξωτερικών μετά από τη δήλωση απόψεων της Υπηρεσίας Πληροφοριών.

Το γεγονός ότι οι διοριζόμενοι μουφτήδες επιλέγονται με την παρέμβαση της ίδιας της Υπηρεσίας Πληροφοριών και με τα δικά της κατάλληλα κριτήρια, επίσης οι πιθανές παλιές εξαρτήσεις των διοριζόμενων προμηνούσαν με ποιο τρόπο παίζουν τους ρόλους «θρησκευτικό ηγέτη» και «ανώτατου ιερωμένου» οι καινούριοι μουφτήδες μέσα στη Μουσουλμανική Τουρκική κοινότητα και τα συμφέροντά τους απέναντι στα μειονοτικά ζητήματα που απορρέουν από αυτή την πολιτική. Έχουν περάσει σχεδόν 10 χρόνια και οι Μουφτήδες δεν απογοήτευσαν ούτε το Υπουργείο Εξωτερικών ούτε την Υπηρεσία συμπεριφέροντας όπως ένα τυπικό και πειθαρχικό δημόσιο υπάλληλο. Ο σκοπός ήταν αυτό ακριβώς. 

Στη μειονότητα δεν είναι μια δυνατή παράδοση η εμπλοκή των ιερωμένων και των μουφτήδων σε πολιτικά θέματα και σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. «Οι ιερωμένοι πρέπει να αρκούνται με τα θρησκευτικά». Αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό. Αλλά τα καταπιεστικά και τα διακριτικά μέτρα που εντείνονται όλο και περισσότερο άρχισαν να τους κάνουν να ρίχνονται στη μάχη και να τους πολιτικοποιούν τμηματικά. 

Η συμμετοχή των μουφτήδων είχε μια συγκεντρωτική και θετική συνέπεια πάνω στη μειονότητα. Εξάλλου αύξησε το ενδιαφέρον και των ξένων. Οι μουφτείες είχαν αρχίσει να είναι το κέντρο του μειονοτικού αγώνα. Ο σκοπός των προαναφερόμενων δολοπλοκιών και των αντιδημοκρατικών, παρανόμων και δεσποτικών συμπεριφορών των Κυβερνήσεων ήταν ο περιορισμός της σημασίας κα του ρόλου των μουφτείων. Το πέτυχε τελικά η Κυβέρνηση. 

Το ζήτημα μουφτήδων κατά περισσότερο διάστημα από 10 χρόνια συνεχίζεται μέχρι σήμερα σαν το μεγαλύτερο θεσμικό ζήτημα. Παρακάτω αναφέρονται κάποια από τις θέσεις της μειονότητας: 

Ο διορισμός του μουφτή ο οποίος είναι σε θέση θρησκευτικού ηγέτη είναι απαράδεκτο να γίνεται από το κράτος χωρίς να ρωτηθεί στην ίδια την κοινότητα. Αυτό είναι μια εφαρμογή που βλέπουμε μόνο σε καθεστώτα όπως τα ολοκληρωτικά. Εάν μια θρησκευτική κοινότητα δεν έχει θρησκευτική αυτονομία, αυτό σημαίνει ότι εκεί δεν υπάρχει θρησκευτική ελευθερία. Η θρησκευτική ελευθερία παραβιάζεται μέσω των διορισμών μουφτήδων από το κράτος. Επειδή αυτή η παραβίαση ασκείται μόνο στη Μουσουλμανική κοινότητα μπορούμε να πούμε ότι είναι ένα μέτρο καταπίεσης και διάκρισης. Επίσης επειδή ασκείται από μια μη κοσμική κρατική εξουσία που ταυτίζεται με την Ορθοδοξία, η σχέση της «κυρίαρχης θρησκείας» με μια «αναγνωρισμένη ξένη θρησκεία» μετατρέπεται στη σχέση του «αφέντη και του σκλάβου του»…

Ήταν κάτι φυσικό να αντιδράσει η μειονότητα στην παραβίαση και την κατάργηση της θρησκευτικής αυτονομίας και του δημοκρατικού δικαιώματος που της είχε δοθεί στη δεκαετία ’20 μετά από 65 χρόνια. Οι διορισμοί των μουφτήδων προκάλεσαν διαταραχές στη μειονότητα που συνεχίζονται ακόμα και σήμερα. 

Ύστερα από τους διορισμούς έγιναν συμβολικές εκλογές για τους μουφτήδες και εκλέχθηκαν «εναλλακτικοί μουφτήδες». Φυσικά οι εναλλακτικοί μουφτήδες δεν είχαν καμιά επίσημη και πραγματική εξουσία. Με τέτοιες εκλογές σκόπευαν μόνο να επισημάνουν και να συμβολίσουν την παρανομία των Μουφτήδων που διορίζει η Κυβέρνηση και την αντίφασή της κατάστασης με την πρωτοβουλία της μειονότητας καθώς επίσης η μη αναγνώριση των διοριζόμενων μουφτήδων που επιβάλλονται στη Μουσουλμανική κοινότητα. Με άλλα λόγια εκφραζόταν μια πολιτική άρνηση. Η δεσποτική αντίληψη της Ελληνικής Κυβέρνησης δεν άντεξε ούτε αυτό. Η εξουσία μουφτείας χρησιμοποιούταν από τους διοριζόμενους μουφτήδες που εκπλήρωναν το καθήκον τους στο κτήριο μουφτείας και συνεχίζεται να χρησιμοποιείται και σήμερα. Όμως οι εναλλακτικοί μουφτήδες έχουν παραπεμφθεί πολλές φορές στο δικαστήριο και καταδικάστηκαν με την κατηγορία ότι «χρησιμοποίησαν την εξουσία του μουφτή»

Το Ζήτημα Μουφτήδων- Μία Προβληματική θρησκευτική Ελευθερία 

Στην Ελλάδα η θρησκευτική ελευθερία εξασφαλίζεται από το Σύνταγμα. Πέρα απ’ αυτό η αναγνώριση της Ορθοδοξίας στο Σύνταγμα σαν κυρίαρχη θρησκεία, ο «γάμος» του Κράτους με την Ορθόδοξη Εκκλησία, τα προνόμια που έχει η Εκκλησία, η διχοτόμηση των άλλων θρησκειών σαν γνωστές και τις άγνωστες θρησκείες, επίσης κάποιοι νόμοι και κυρίως κάποιες εφαρμογές , όλα αυτά μετατρέπουν τη θρησκευτική ελευθερία σε μια παραπλανητική εντύπωση για το μη Ορθόδοξο Έλληνα. Όταν λαμβάνουμε υπόψη και η εθνικιστική παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η ταύτιση της εθνικής συνείδησης με τη θρησκευτική συνείδηση σε μεγάλο βαθμό στο πλαίσιο της κυρίαρχης ιδεολογίας της Ελλάδας δυσχεραίνεται πολύ περισσότερο η λειτουργικότητα της θρησκευτικής ελευθερίας. 

Στην Ελληνική διαδικασία χρησιμοποιείται ο όρος «πολίτης ξένης καταγωγής» (δηλαδή εκείνος που είναι διαφορετικός από μας) και επίσης γίνεται διαιρέσεις «αυτών που έχουν άλλη θρησκεία, άλλη πίστη» (δηλαδή οι αλλόθρησκοι). Κι οι δύο από τους λεγόμενους όρους άλλο που περιέχουν την έννοια εξοστρακισμού χρησιμοποιούνται γενικά μ’ αυτή την αρνητική τους διάσταση.

Στην Ελλάδα υπάρχουν μικρές θρησκευτικές κοινότητες που δεν είναι Ορθόδοξοι και εξαρτιούνται από άλλα δόγματα του Χριστιανισμού. Δεν είναι σπάνια τα παράπονα που κάνουν οι αναφερόμενες κοινότητες με το σκεπτικό ότι παθαίνουν διακρίσεις. 

Η κοινότητα της οποίας οι λειτουργικές διαταραχές της θρησκευτικής ελευθερίας γίνονται περισσότερο αισθητές από άλλες είναι η Μουσουλμανική Κοινότητα της Θράκης. Τα λεγόμενα ζητήματα της μειονότητας μπορεί να χαρακτηριστούν από μια άποψη ως οι δυσκολίες που παθαίνει μια θρησκευτική κοινότητα μέλος μιας ξένης πίστης.

Στη Θράκη όταν ένας Μουσουλμάνος αλλάζει θρησκεία και γίνει Χριστιανός (αυτό γίνεται έστω και πολύ σπάνιο) επαναλαμβάνεται πάντα η ίδια σκηνή. Όσο το δυνατόν δημοσιοποιείται το γεγονός με υπερβολές από την τοπική Εκκλησία και το κράτος. Τα κρατικά όργανα (ο νομάρχης, οι αξιωματικοί, οι αστυνομικοί, κτλ.) παρίστανται στην επίσημη βαφτίσια και γενικά ο νονός γίνεται ένας ανώτερος υπάλληλος.

Ο παλιός Μουσουλμάνος που επιλέγει τον Χριστιανισμό μετατρέπεται πλέον από τη μειονότητα σε πλειονότητα. Συμβολίζεται μέσω τον επισήμων κρατικών οργάνων παρισταμένων στη βαφτίσια ότι το κράτος συμφιλιώνεται με το εκχριστιανισμένο άτομο. Από ‘δω και πέρα θα γλιτώσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζονται τα μέλη της μειονότητας κτλ.

Το Δικαίωμα χρησιμοποίησης Δύναμης της Ορθόδοξης Εκκλησίας πάνω σε άλλες Θρησκείες 

Σύμφωνα με την Ελληνική διαδικασία, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί δύναμη πάνω σε άλλες θρησκείες. Έτσι και η έννοια «κυρίαρχης θρησκείας» κερδίζει νόημα και περιεχόμενο. Το να ιδρύουν κα να δραστηριοποιούν τεμένους οι μη Ορθόδοξοι Θρησκευτικές κοινότητες (αλλόπιστοι ή αλλόθρησκοι)εξαρτάται από την έγκριση του μητροπολίτη της περιοχής. Η δραστηριοποίηση ενός τέτοιου τεμένους δεν είναι δυνατόν εφόσον δεν εγκρίνεται από το μητροπολίτη. 

Άδεια οικοδομής για ένα καινούριο τέμενος μετατρέπεται σε μια πραγματική περιπέτεια που διαρκεί πολλά χρόνια, ο σχετικός φάκελος πηγαινοέρχεται ανάμεσα στις κρατικές υπηρεσίες και στην εκκλησία, γίνονται τροποποιήσεις και επομένως γενικά δεν εγκρίνεται. Το Συμβούλιο του Κράτους διέπει ότι η Εκκλησία δεν έχει εξουσιοδότηση για τη δήλωση των απόψεών της για το συγκεκριμένο θέμα. Αλλά στην πράξη μια θρησκευτική κοινότητα δεν είναι δυνατόν να λειτουργεί δίχως την άδεια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. 

Στην Αθήνα δεν υπάρχει ούτε ένα τζαμί. Τις επιχειρήσεις οικοδομής ενός τζαμιού την έχουν αναλάβει οι αντιπρόσωποι των Αραβικών Χωρών για την κάλυψη των αναγκών των Μουσουλμάνων της πόλης. Οι σχετικοί απαίτηση χρόνια τώρα περιμένει έγκριση. Μολονότι οι Ελληνικές Κυβερνήσεις ανακοινώνουν που και που ότι θα επιτρέψουν την οικοδομή ενός τζαμιού, αυτό το έργο δεν υλοποιείται με τίποτα επειδή το αντιστέκεται η Εκκλησία. 

Ενώ στη Θράκη αυτό το ζήτημα παίρνει μια καυτερή μορφή για την Μουσουλμανική Τουρκική Κοινότητα της περιοχής. Η Μουσουλμανική κοινότητα έχει αρκετά προσκυνήματα και τζαμιά από την Οθωμανική εποχή. Το ζήτημα είναι ότι μερικά από αυτά χρειάζονται την επιδιόρθωση. Οι Ορθόδοξοι μητροπολίτες της περιοχής επ’ ευκαιρίας παρουσιάζουν όλο τον φανατισμό τους όταν τους υποβάλλεται αίτηση για μια τέτοια επισκευή.

Τους πρώτους μήνες του 1997 η Θράκη έγινε θέατρο των διαδηλώσεων θρησκευτικού και εθνικού φανατισμού κατά της Μουσουλμανικής Τουρκικής μειονότητας με την ηγεσία της τοπικής εκκλησίας με αφορμή επισκευής 2 τζαμιών. Για την επισκευή των τζαμιών των χωριών Κιμμερίων και της Πελεκητής τελικά είχε βγει έγκριση. Όταν άρχισαν τα έργα επισκευής το ύψος των μιναρέδων των τζαμιών (18 μέτρα) και κάποιες άλλες λεπτομέρειες μετατράπηκαν σε πολύ σημαντικά προβλήματα από την Εκκλησία. Η Εκκλησία ισχυριζόταν ότι δεν έγκρινε τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες, ότι εξαπατήθηκε από το νομό και ότι η άδεια οικοδομής τους ήταν παράνομη. 

Οι κύκλοι της Εκκλησίας, τα περιφερειακά τηλεοπτικά κανάλια και οι ίδιοι οι μητροπολίτες χαρακτήριζαν το ύψος 18 μέτρων του μιναρέ σαν τη πρόκληση\θρασύτητα του Ισλάμ κατά του Χριστιανισμού και με άλλους προκλητικούς ισχυρισμούς προσκαλούσαν τον Χριστιανισμό στην αντίσταση. Αυτή τη φορά η κυβέρνηση έλαβε μέτρα και εμπόδισε την εξέλιξη των γεγονότων σε ένα καινούριο πογκρόμ κατά της μειονότητας. Όμως με την υιοθέτηση των θέσεων της Εκκλησίας και άλλων φανατικών κύκλων από τη Κυβέρνηση αναχαιτίστηκε η επισκευή του τζαμιού Κιμμερίων, απαιτήθηκε να οικοδομηθεί πιο χαμηλός ο μιναρές, οι εργάτες της οικοδομής και οι διοικητές του χωριού καταδικάστηκαν. 

Μέχρι σήμερα έχουν περάσει 8 μήνες, μέσα στην περίοδο αυτή οι κάτοικοι της περιοχής έχουν ζήσει χωρίς τζαμιού και έκαναν τα προσκυνήματά τους σ’ ένα κοντινό σούπερ μάρκετ γιατί οι αστυνομικοί δεν επέτρεπαν το προσκύνημα στο τζαμί. Την τελευταία ’βδομάδα του Σεπτέμβριου του 1997 ανακοινώθηκε ότι θα μπορούσαν να ξαναρχίσουν στα επισκευαστικά έργα. Μέχρι την ολοκλήρωση όμως των επισκευαστικών έργων οι κύκλοι της Εκκλησίας είναι δυνατόν να προκαλούν καινούριες αναταραχές. 

Το Πρόβλημα Βακουφιών της Μειονότητας

Ένα άλλο θεσμικό πρόβλημα της μειονότητας αφορά τα βακούφια.

Το βακούφι είναι ένα ευεργετικό ίδρυμα θρησκευτικού χαρακτήρα σύμφωνα με την παλιά Ισλαμική παράδοση και αποτελείται από τις ιδιοκτησίες που χαρίζουν οι Μουσουλμάνοι. Τα εισοδήματα των βακουφιών χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των θρησκευτικών και εκπαιδευτικών αναγκών της μειονότητας. Η νομική περιουσία της μειονότητας συνολικά σημαίνει βακούφι. Τα βακούφια είναι η οικονομική βάση της συμβίωσης της μειονότητας και είναι ζωτικής σημασίας. 

Ήταν κάτι φυσικό ότι η αντι-μειονοτική πολιτική θα προωθούσε διάφορες ρυθμίσεις για να αφήσει τα βακούφια χωρίς ρόλο και να τα εμποδίσει να εκπληρώνουν τη ιεραποστολή τους και τελικά να τα καταργήσει. 

Τελικά έτσι κι έγινε. Μέσα σε τριακονταετή περίοδο από τη Χούντα μέχρι σήμερα (1967-1997) η περιπέτεια βακουφιών έχει ακολουθήσει έναν παράλληλο δρόμο μέσα στη γενική περιπέτεια της μειονότητας. Εδώ θα αρκεστούμε να σημειώσουμε κάποια σημαντικά σημεία της περιπέτειας αυτής.

*Όταν λέμε βακούφι εννοούμε διάφορα ακίνητα που ευεργετούνται για την κάλυψη των εξόδων λειτουργίας των τζαμιών και των μειονοτικών σχολείων που ανήκουν στη Τουρκική Μουσουλμανική κοινότητα και βρίσκονται κυρίως στις πόλεις της Δυτικής Θράκης (Κάθε μειονοτικό χωριό έχει ένα δικό του μικρό βακούφι. Η θέση των μικρών βακουφιών είναι λίγο πιο διαφορετική). Πριν από τη Χούντα του 1967 τα βακούφια διοικούνταν όπως προβλέπεται στο νόμο από τις διοικητικές επιτροπές βακουφιών που διορίζονταν με γενικές εκλογές οι οποίες γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια μέσα στη μειονοτική κοινότητα κάθε πόλεως. Αυτό ήταν μία πολύ δημοκρατική μέθοδος εργασίας και παρείχε την χρησιμοποίηση των βακουφιών προς τη κατεύθυνση της βούλησης και τα συμφέροντα της μειονότητας και την ανάπτυξή τους. Όμως εφαρμόζονται αντιδημοκρατικές και δεσποτικές μέθοδοι από το 1967 μέχρι σήμερα και είναι άγνωστο ποιοι κανονισμοί ισχύουν σήμερα όσον αφορά τη διοίκηση των βακουφιών. Τα βακούφια είναι υπό διάλυσης.

*Μαζί με τη Χούντα του 1967 έχουν απολυθεί οι διοικητικές επιτροπές των βακουφιών και έχουν διοριστεί καινούριες διοικητικές επιτροπές. Το 1974 όταν ιδρύθηκε ξανά η δημοκρατία απολύθηκαν όλες οι διοικητικές επιτροπές των συλλόγων και των φορέων της Ελλάδας που είχαν διοριστεί από τη Χούντα και έγιναν εκλογές όπως προβλέπεται στο νόμο για τις καινούριες διοικητικές επιτροπές. Όμως οι μοναδικές διοικητικές επιτροπές που δεν είχαν απολυθεί ήταν οι επιτροπές των βακουφιών. Σε γενικές γραμμές συνέχισε το σύστημα της Χούντας στη μειονότητα. Δεν γίνεται καμιά δράση για την κατάργηση του συγκεκριμένου συστήματος από το 1974 μέχρι το 1997.

*Στο σχετικό νόμο ισχύει ακόμη η διάταξη που προβλέπει εκλογές για τις διοικητικές επιτροπές των βακουφιών. Αλλά 23 χρόνια τώρα οι Ελληνικές Κυβερνήσεις δεν επιτρέπουν να γίνονται εκλογές. Εξάλλου έχουν πεθάνει όλα τα μέλη της διοικητικής επιτροπής (Κομοτηνής) τα οποία είχαν διοριστεί από τη Χούντα. Η επιτροπή της Ξάνθης αποτελείται χρόνια τώρα από ένα μοναδικό άτομο. Πάει καιρός που έχουν διαλυθεί οι επιτροπές της Αλεξανδρούπολης και του Διδυμοτείχου. Μέσα σε μια τέτοια ακυβέρνητη και ανέλεγκτη κατάσταση έχουν μειωθεί τα εισοδήματα των βακουφιών, έχουν καταχραστεί οι περιουσίες των βακουφιών κι έτσι έχουν μειωθεί και οι περιουσίες των βακουφιών. Το κράτος και οι Δήμοι άρχισαν να δημεύουν στις περιουσίες των βακουφιών επωφελούμενα την ακυβερνησία. Κανονικά οι περιουσίες των βακουφιών δεν πουλιούνται αλλά μέσα σ’ αυτή την ανέλεγκτη ατμόσφαιρα μερικές έχουν πουληθεί. Φυσικά υπό τέτοιες συνθήκες έχουν σταματήσει κι οι ευεργεσίες από τα μέλη της μειονότητας στα βακούφια.

* Το 1979 ένας καινούριος νόμος που έχει τεθεί σε ισχύ σκόπευε αιφνιδιάζοντας πάλι τη μειονότητα να «νομιμοποιήσει» τη διάλυση και τη σταμάτημα της λειτουργίας των βακουφιών. Ύστερα από μεγάλες αντιδράσεις της μειονότητας δεν έγινε δυνατόν αυτός ο νόμος να τεθεί σε εφαρμογή επειδή δεν βρέθηκαν μέλη από τη μειονότητα τα οποία θα συμμετείχαν σε συγκεκριμένη διαδικασία. Πάντως ο λεγόμενος νόμος βρίσκεται ακόμη σε ισχύ. Περιληπτικά τα βακούφια της Τουρκικής Μουσουλμανικής μειονότητας άλλοτε μέσω των διοριζομένων επιτροπών τις οποίες αποτελούν τα άτομα που προτιμούνται κατά τα γνωστά κριτήρια, άλλοτε ενός μόνο ατόμου ή μερικών ατόμων, άλλοτε των διοριζόμενων μουφτήδων, άλλοτε και μακροπρόθεσμα μέσω ενός ή 2 υπαλλήλων χωρίς κανένα διοικητή, διοικούνται πραγματικά από το κράτος (υπηρεσίες του ΥΠ.ΕΞ.)

* Ο φορολογικός νόμος που έχει τεθεί σε ισχύ το 1997 προβλέπει τη φορολογία για πρώτη φορά των εισοδημάτων θρησκευτικών κοινοτήτων που παρέχουν από τα ακίνητά τους. Η Ορθόδοξη Εκκλησία αντέδρασε πολύ σ’ αυτό το μέτρο. Ως εκ τούτου άρχισαν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους αντιπροσώπους της Εκκλησίας και στη Κυβέρνηση για συμβιβασμό όσον αφορά τη φορολογία. Ενώ η Καθολική Κοινότητα ισχυρίστηκε ότι είναι ένα άδικό και διακριτικό μέτρο για τους Καθολικούς. Γιατί οι εκκλησιαστικοί λειτουργοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας η οποία έχει μεγάλη περιουσία πληρώνονται από το κρατικό προϋπολογισμό ενώ η Καθολική Εκκλησία ήταν μια μικρή κοινότητα που δεν μπορούσε να καλύψει ούτε τα έξοδα λειτουργίας σαν μια φτωχή εκκλησιαστική οργάνωση. Η Καθολική Εκκλησία επίσης ανακοίνωσε ότι θα απευθυνθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την κατάργηση της φορολόγησης. Οι μουφτήδες αναλαμβάνουν τη διοίκηση των περιουσίων της κοινοτικής οργάνωσης των Μουσουλμάνων της Θράκης και οι διοριζόμενες από το κράτος και οι διοικητές των βακουφιών δεν έχουν δηλώσει μέχρι σήμερα καμιά αντίδραση για τα φορολογικά μέτρα σαν να θέλουν να επιβεβαιώνουν ότι είναι πειθαρχικοί δημόσιοι υπάλληλοι.

Από την άλλη πλευρά τα εισοδήματα των θρησκευτικών κοινοτήτων από τις περιουσίες δεν υπόκεινται σε φόρους εισοδήματος επειδή θεωρούνται ευεργετικό ίδρυμα. Όμως αυτή η φορολογική απαλλαγή δεν ισχύει για τα βακούφια της Μουσουλμανικής κοινότητας 20 χρόνια τώρα. Εξαιρετικά επιβάλλονται κάθε χρόνια φόρος εισοδημάτων για τα βακούφια. Μια άλλη απίστευτη εξέλιξη σχετικά με την υπόθεση αυτή είναι ότι η Εφορία φανερώς μετά από την εντολή του Υπουργείου Εξωτερικών αρνείται την είσπραξη φόρων από τα βακούφια και αντ’ αυτού υποθηκεύει τα ακίνητα των βακουφιών. Είναι άγνωστο που θα φτάσει η αναφερόμενη εφαρμογή.

Σε πολλά θέματα, σε διαδικασίες και σε πολλές εφαρμογές που αφορούν τη μειονότητα αναφέρονται συχνά στα μέτρα «αμοιβαιότητας». Αν και αποδεχτεί κανείς το λογικό της αμοιβαιότητας, δεν είναι δυνατόν αν υπάρχει πραγματικά το αντικείμενο που προκαλεί την αμοιβαιότητα.