Ιστορία
2000 Π.Χ.
Η Δυτική Θράκη είναι μια περιοχή που κατοικείτε από το 2000 π.Χ. Ο αρχαιότερος λαός της περιοχής είναι ο αρχαίος λαός των Θρακών, που ανήκανε στην ινδοευρωπαϊκή φυλή. Η περιοχή από 700 π.Χ. κατοικήθηκε από τους Πέρσες, Έλληνες και Μακεδόνες. Μέχρι το 335 π.Χ. διοικήθηκε κάτω από την ηγεμονία του Θρακικού Βασιλείου. Στην συνέχεια η Δυτική Θράκη έζησε κάτω από τις ηγεμονίες της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το Οθωμανικό κράτος κατάκτησε την περιοχή το 1354 και την διοίκησε για 559 χρόνια. Αλλά το τουρκικό στοιχείο άρχισε να εμφανίζεται στην περιοχή από το 2000 π.Χ. όπου ερχόντουσαν στην περιοχή οι διάφορες τουρκικές φυλές από την κεντρική Ασία μεταξύ άλλων και οι Σκυθές Τούρκοι.
Οι Ούννοι το 4. αιώνα μ.Χ., οι Άβαροι, το 5. αιώνα μ.Χ., οι Πετσενέγκοι το 9. αιώνα μ.Χ. και οι Κουμάνοι το 11. αιώνα μ.Χ. εγκατασταθήκανε στην περιοχή. Αυτές οι τουρκικές φυλές ευνοήσανε σε αρκετό βαθμό την κατάκτηση των Βαλκανίων από τους Οθωμανούς. Στο θέμα των Βαλκανίων, η από τα σλαβικά προερχόμενη ονομασία των Πομάκων, "Pomaga ή Pomagadiç" που σημαίνει βοηθός, ήτανε η ονομασία που είχε δοθεί από τους Οθωμανούς στους Κουμάνους Τούρκους κατά την διάρκεια της κατάκτησης των Βαλκανίων.
Οι Ούννοι στα μέσα του 4. αιώνα που παρατήσανε τα πάτρια τους εδάφη με κατεύθυνση την δύση, κατακτήσανε την γη των Αλανών υποτάσσοντας τους Ανατολικούς Γότθους. Μετέπειτα διασχίζοντας τον Δούναβη φτάσανε μέχρι την Θράκη. Κατά την διάρκεια της ηγεσίας του Ούννου ηγέτη Ρούα, αναγκάσανε οι Ούννοι την Ανατολική Ρώμη να τους πληρώνει χαράτσι. Αυτός ο λαός κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του Αττίλα μέσου τον πολέμων του Σινγκουδούνουν (Βελιγραδίου), Νις και Φιλιππούπολης, αποσπάσανε και ενώσανε στα εδάφη τους 70 Βυζαντινές πόλης. Μετά το θάνατο του Αττίλα, οι Ούννοι που απομείνανε στην Ευρώπη, αναμιχθήκανε με τους Αβάρους, τις γερμανικές και σλαβικές φυλές. Είναι αξιοσημείωτο ότι στις περιοχές αυτές ήρθανε οι Κέλτες, οι Ιλλυριοί και οι Θράκες πολλή πριν τους Ούννους. Οι Αβάροι Τούρκοι που ακολουθήσανε την πορεία και την κατεύθυνση των Ούννων παίρνοντας μαζί και τους Σλάβους της Δυτικής Ρωσίας, της σημερινής Πολωνίας, των βαλτικών περιοχών του Δνείπερου, τους μεταφέρανε στα Βαλκάνια και συνεισφέρανε σε μεγάλο βαθμό στο σλαβισμό των Βαλκανίων.
Μετέπειτα ήρθανε στην περιοχή οι Βούλγαροι και Ούγγροι που ανήκουνε σε τουρκικές φυλές. Οι Βούλγαροι το 11. αιώνα δείξανε πολιτική ύπαρξη στις περιοχές της σημερινής Σερβίας, Βοσνίας, Μακεδονίας. Οι Ούγγροι το 896 μ.Χ. και μετά την αποχώρηση των Πετζενέγκων Τούρκων, εγκατασταθήκανε στις περιοχές του Δούναβη και με την συμμαχία με το Βυζάντιο πολεμήσανε εναντίων των άλλων τουρκικών φυλών.
Οι Πετζενέγκοι που προέρχονται από τις τουρκικές ορδές των Ογκούζ, με τους πολέμους που κάνανε εναντίων του Βυζαντίου, περάσανε αλλεπάλληλες φορές τον Δούναβη, και φτάσανε μέχρι την σημερινή Σερβία, Μακεδονία και στην Βοσνία. Τον 12. αιώνα όμως αρχίσανε να χάνουνε την προέλευση τους και αφομοιωθήκανε μέσα στους Ούγγρους. Την ίδια εποχή οι Κουμάνοι (Κιπτσάκοι) ιδρύσανε στην ανατολική Ευρώπη δικό τους κράτος.
Οι Βούλγαροι Τούρκοι, μετά την ταύτιση τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία του Βυζαντίου, χάσανε με την πάροδο του χρόνου την πραγματική τους ταυτότητα και αφομοιωθήκανε μέσα στους Σλάβους και το 10. αιώνα ξεχάσανε τελείως την πραγματική τους γλώσσα. Οι Ούγγροι, για να μην έχουνε το παρόμοιο τέλος των Βουλγάρων Τούρκων, διαλέξανε την Καθολική Εκκλησία και αναμιχθήκανε με τις άλλες τουρκικές φυλές των Κουμάνων και Κιπτσάκιδων.
Μετά την διάλυση της Ομοσπονδίας μεταξύ των Κουμάνων και των Κιπτσάκιδων το 1091μ.Χ., οι Κουμάνοι στα Βαλκάνια, Ροδόπη και στην Θράκη πιστεύανε μέχρι την κατάκτηση των Βαλκανίων από τους Οθωμανούς Τούρκους, στον Σαμανισμό. Στις 20 Αυγούστου του 1389 μ.Χ. μετά τον πρώτο πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου, δεχτήκανε από μόνοι τους το Ισλάμ σαν θρησκεία.
Η Κατάκτηση της Δυτικής Θράκης από τους Οθωμανούς Τούρκους
Η πρώτη επαφή των Τούρκων με την Ρούμελη είχε συμβεί πριν των Οθωμανών, από τον Αϊδίνογλου Ουμούρ Μπέη. Κατά την διάρκεια των συμπλοκών που αρχίσανε στο Βυζάντιο για τον Κρόνο του πεθαμένου Ανδρόνικου του 3., πέρασε ο αρχηγός των Βυζαντινών δυνάμεων στην Ρούμελη, με σκοπό να βοηθήσει στον Καντακουζηνό.
Ο Ουμούρ Μπέη βοήθησε τον Καντακουζηνό μέχρι το 1344. Αλλά μετά τη χρονολογία αυτή, με την δικιά του συμβουλή, ο Καντακουζηνός ζήτησε βοήθεια από τον Οθωμανό Σουλτάνο Ορχάν Γαζί. Ο Ορχάν Γαζί έστειλε τον γιο του Σουλεϊμάν Πασά με 20.000 άνδρες στην Ρούμελη. Οι δυνάμεις αυτές βοηθήσανε στον Καντακουζηνό να πάρουνε πίσω την Αδριανούπολη. Κατά την επιστροφή τους αφήσανε στο κάστρο Τσίμπι έναν αριθμό στρατιωτών. Έπειτα κατακτήσανε την πόλη και το λιμάνι της Καλλίπολης. Έτσι πήρανε υπό κατοχή ένα σημείο εκκίνησης για την κατάκτηση της Ρούμελης.
Οι εγκατάσταση των Οθωμανών Τούρκων στην Ρούμελη, αν και τράβηξε την προσοχή των Ευρωπαίων, η αστάθεια των Βαλκανίων επιτάχυνε την δουλεία των Τούρκων. Μετά την κατάκτηση του Μάλκαρα, Ροδεστού και Μπόλαγιρ, φέρανε οι Οθωμανοί από την Ανατολία, ενάντια μια πιθανής επέμβασης των Βυζαντινών και των Ευρωπαίων, Τούρκους και Άραβες μετανάστες, όπου και εγκατασταθήκανε στα παράλια του Μαρμαρά και της Καλλίπολης.
Μετά τους θανάτους του Σουλεϊμάν Πασά και του Ορχάν Μπέη και στην συνέχεια με την επιστροφή του πρίγκιπα Μουράτ Μπέη στην Προύσα καθυστέρησε σε μεγάλο βαθμό την εκστρατεία των Οθωμανών Τούρκων προς την Ρούμελη. Οι Βυζαντινοί πήρανε πίσω την Μάλκαρα και την Τσόρλου και προσπαθήσανε να κατακτήσουνε τα παράλια του Μαρμαρά. Σε μια περίοδο που στην αρχηγία των Οθωμανικών δυνάμεων δεν βρισκότανε ο Σουλτάνος, οι διοικητές των οθωμανικών δυνάμεων της Ρούμελη ο Λάλα Σαχίν πασάς, ο Χατζή Ιλμπέη και ο Έβρενος Μπέη αντισταθήκανε με πείσμα και βία εναντίων των Βυζαντινών και έτσι σταματήσανε έναν πιθανό πανικό στην Ρούμελη.
Ο Μουράτ ο 1. βάζοντας στην Ανατολία τις στρατιωτικές δουλειές του κράτους σε μια τάξη, κατευθύνθηκε πάλι στα Βαλκάνια. Η πολιτική κατάσταση των Βαλκανίων ήτανε ευνοϊκή για τους Οθωμανούς Τούρκους. Μετά το θάνατο του Σέρβου βασιλιά Ντούσαν, ακολουθήσανε οι διαμάχες των πριγκίπων που βάλανε μάτι στον άδειο του θρόνο, που μαχόντουσαν παράλληλα οι Βούλγαροι και οι Ρωμιοί. Οι Λατίνοι βρισκόντουσαν επίσης, για τους λόγους που αναφερθήκανε παραπάνω, σε μια συνεχείς διαφωνία. Στον βορρά ο βασιλιάς των Ούγγρων ο Μεγάλος Λάγιος και στον νότο οι Βενετσιάνοι προσπαθούσανε να εξαπλώσουνε με το ζόρι τον Καθολικό Χριστιανισμό στα Βαλκάνια, όπου οι κάτοικοι του σε μεγάλο βαθμό ήτανε Ορθόδοξη Χριστιανοί και δεν δίνανε βάση σε τέτοιες καταπιεστικές πολιτικές των Καθολικών. Η κατάσταση αυτή έφερε τους Οθωμανούς σε τέτοιο σημείο, , να κερδίσουνε την συμπάθεια των Βαλκανικών λαών επειδή δίνανε βάση στην δικαιοσύνη και στην πνευματική ελευθερία των λαών, κάτι που διευκόλυνε την κατάκτηση των Βαλκανίων.
Το Οθωμανικό Κράτος που εξαπλωνότανε όλο και συνέχεια και ήτανε μια ακριτική επικράτεια, με την ηγεσία των άξιων διοικητών όπως του Λάλα Σαχίν Πασά, Έβρενος Μπέη, Χαϊρεττίν Πασά, κατάκτησε την Δυτική Θράκη αρχίζοντας από τα Φέρραι, την Κομοτηνή, Ξάνθη, Δράμα, Καβάλα, Σέρρες, και ολοκληρώνοντας την ολική κατάκτηση της Δυτικής Θράκης μεταξύ (1363-1374). Στην Δυτική Θράκη, ξέρουμε ότι πριν από τους Οθωμανούς, ήρθανε και εγκατασταθήκανε τουρκικές φυλές μουσουλμανικής θρησκείας από την Ανατολία. Παραδείγματα για αυτά υπάρχουνε στο τέμενος του Κίρμαχαλα της Κομοτηνής όπου υπάρχει μια τουρκική ταφόπετρα από το 1185 μ.Χ. Αυτό αποδεικνύει την ύπαρξη των μουσουλμάνων τούρκων στην περιοχή πολλή πριν από την κατάκτηση της περιοχής από τους Οθωμανούς. Αργότερα κατακτήσανε οι Οθωμανοί Τούρκοι ολόκληρο την Βαλκανική χερσόνησο όπου ολοκληρώθηκε με την κατάκτηση του Πελοποννήσου. Αυτή η πολιτική των κατακτήσεων όπως της Ελλάδας, ακολούθησε μέχρι το 16. αιώνα.
Οι Οθωμανοί φέρανε στα εδάφη που κατακτήσανε από την Ανατολία τουρκικές φυλές και τα τοποθετούσανε στις πόλεις που κατακτούσανε. Κατά την διάρκεια της οθωμανικής εποχής του Ρούμελη, ακολούθησε μεγάλη μεταναστευτική πολιτική. Η πρώτη έγινε υπό την ηγεσία του Σουλτάνου Ορχάν, που έφερε αποίκους το 1357 από την φυλή Κάρες στην Καλλίπολη και στην συνέχεια στο Χαϊράμπολου. Μετά στην περίοδο του Μουράτ του 1. ήρθανε από την περιοχή Σαρούχαν και εγκατασταθήκανε στην περιοχή των Σερρών. Το 1400 εγκαταστήσανε τις τουρκικές φυλές από την περιοχή της Μενεμένη στην περιοχή της Φιλιππούπολης της σημερινής Βουλγαρίας. Μετά την κατάκτηση της Θεσσαλίας μεταναστεύσανε στην περιοχή επίσης μεγάλος αριθμός τουρκικών φυλών. Η πόλη της Λάρισας που ονομαζότανε παλιά από τους Οθωμανούς Γιενίσεχιρ, ιδρύθηκε κατά την διάρκεια μεταναστεύσεως των Οθωμανών. Εξάλλου η τουρκική φυλή των Καραγκιόζηδων στη χρονική περίοδο μεταξύ 1453 και 1642 εγκατασταθήκανε στην Δεμίρχισαρ, Δράμα, Καβάλα, Χρυσούπολη, περιοχή Νέστου, Κομοτηνή, Διδυμότειχο, Φέρραι, Ανατολική Θράκη και Βουλγαρία, και οι τουρκικές φυλές της Θεσσαλονίκης στην Μακεδονία και στην Θεσσαλία, οι φυλές της Οφτσάμπολου εγκατασταθήκανε στο Μοναστήρι, Κοσσυφοπέδιο, Βουλγαρία και Δομπρούτζα. Οι τουρκικές φυλές της Βίζε (Βήσας) εγκατασταθήκανε στην Ανατολική Θράκη, Διδυμότειχο και Χάσκοϊ. Η αύξηση και η εξάπλωση των τουρκικών φυλών και ομάδων στην Ρούμελη και στην ευρεία περιοχή έφερε και την ανάγκη των Οθωμανικών κανόνων και δικαίου μαζί της. Έτσι οι Οθωμανοί βγάλανε κώδικες και κανονισμούς για τον λαό της περιοχής. Το Οθωμανικό Κράτος προσπάθησε να πάρει την υπάρχουσα τοπική αριστοκρατία της περιοχής μέσα στο στρατιωτικό της σύστημα. Έφερε στους Ορθόδοξους Μητροπολίτες, Επισκοπές και Δεσπότες τιμαριωτικό σύστημα, σε μερικούς εφάρμοσε καινούργια προνόμια και στους άλλους συνέχισε με τα παλιά τους προνόμια και φορολογικά συστήματα. Σε πολλές πόλεις συνέχισε με την φοροαπαλλαγή. Κατά την διάρκεια των Βαλκανικών εκστρατειών των Οθωμανών, η αποδοχή της Οθωμανικής διοίκησης από τον ντόπιο λαό, ήτανε και ο μεγάλος παράγοντας που ευνόησε την κατάκτηση των Βαλκανίων.
Η Αποδυνάμωση των Οθωμανών στην Δυτική Θράκη
Το Οθωμανικό Κράτος που έφτασε το ζενίθ του την εποχή του Σουλτάνου Σουλεϊμάν, άρχισε να αποδυναμώνεται στα τέλει του 16. αιώνα. Το 17. αιώνα με την διοίκηση των «Γεφυρωμένων» προσπαθήθηκε μια αναζωπύρωση της παλιάς δόξας. Με το πόλεμο που άρχισε το 1682 όμως το Οθωμανικό Κράτος χάνοντας την μάχη εναντίων των Αυστριακών και των συμμάχων τους, αναγκαστήκανε να υπογράψουνε την Συνθήκη Ειρήνης του Καρλόφτσα στις 26 Ιανουαρίου 1699. Με την συνθήκη αυτή που ήτανε σημείο καμπής για το Οθωμανικό κράτος, αφέθηκε στην Αυστρία, Βενετία, Πολωνία και Ρωσία ένα μεγάλο κομμάτι γης. Έτσι φάνηκε η αποδυνάμωση της στρατιωτικής δυνάμεως των Οθωμανών. Έτσι η Ρωσία με τον Τσάρο Πέτρο τον 1., για να επωφεληθεί από την αδυναμία των Οθωμανών και για να μπορούνε να κατεβούνε στα ζεστά νερά, άρχισε να επιτίθεται το Οθωμανικό Κράτος στα Βαλκάνια. Στις 21 Ιουλίου 1774 υπογράφτηκε η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, όπου η προστασία των ορθόδοξων στο Οθωμανικό κράτος από την Μαύρη Θάλασσα μέχρι το Αιγαίο δόθηκε στην Ρωσία αυξάνοντας την επιρροή του από την Μαύρη Θάλασσα μέχρι το Αιγαίο. Οι εξελίξεις από το χρονικό σημείο αυτό μέχρι και στο τέλος του 18. αιώνα προκαλέσανε την αύξηση των προκλήσεων και των πιέσεων των Ρώσων πάνω στο Οθωμανικό Κράτος Το δυνάμωμα των εθνικιστικών ιδεολογιών με την Γαλλική Επανάσταση αναζωπυρώσανε και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με τις επαναστάσεις των Σέρβων (1804-1817), των Ελλήνων (1815-1830), όπου το 1814 με την ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας άρχισε ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων και αυτό επιτάχυνε την διάλυση του Οθωμανικού κράτους. Στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα μεταξύ (1821-1829) η Ρωσία υποστήριξε την Ελλάδα, αλλά και οι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις όπως η Αγγλία, Γαλλία, για να μην χάσουνε και αφήσουνε την Ελλάδα στα χέρια της Ρωσίας, την υποστηρίξανε, έτσι ώστε να εμποδιστή ένα μεγάλο πατατράκ. Ο πόλεμος με τους Ρώσους μεταξύ 1806-1812 οδήγησε στην συνθήκη του Βουκουρεστίου, η σημερινή νότια Ρουμανία και η Μολδαβία έπεσε στα χέρια των Ρώσων. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828-29 έγινε η σύναψη της Συνθήκης της Αδριανούπολης που υπογράφηκε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1829 δόθηκε η Σερβία και η Νότια Ρουμανία σε μεγάλο ποσοστό στην Ρωσία. Την ίδια χρονιά με ένα πρωτόκολλο που υπογράφηκε στο Λονδίνο από την Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, αναγνωρίστηκε η απελευθέρωση της Ελλάδας και αυτό το πρωτόκολλο αναγνωρίστηκε στην Συνθήκη της Αδριανούπολις από το Οθωμανικό κράτος. Η Συνθήκη της Αδριανούπολις αν και απελευθέρωσε την Ελλάδα, δεν έδωσε τίποτα στην Ρωσία. Για τον λόγο αυτό οι Ρώσοι έκαναν την εχθρότητα εναντίων των Τούρκων εθνική πολιτική και προκαλώντας τις Βαλκανικές χώρες προκαλέσανε μεγάλα προβλήματα στο Οθωμανικό κράτος. Έτσι το 1853 στον πόλεμος του Καυκάσου μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας η Άγγλοι και οι Γάλλοι πήρανε μέρος στην πλευρά των Οθωμανών όπου οι Οθωμανοί διαλύσανε τους Ρώσους. Έτσι με την Συνθήκη του Παρισιού το 1856 απαγορεύτηκε και στις δύο πλευρές να έχουνε πολεμικά πλοία και ναυπηγία στην Μαύρη Θάλασσα. Δίπλα σε αυτό τα προβλήματα της Ρούμελης, τα εμπόδια των ευρωπαϊκών χωρών και τις Ρωσίας και η σθεναρή υποστήριξη του ντόπιου λαού στο Οθωμανικό κράτος ετοιμάσανε το πεδίο του Οθωμανών και Τούρκων μεταξύ του 1877-1878 όπου ήτανε και το σημείο καμπής του τουρκικού στοιχείου στην Δυτική Θράκη.
Οθωμανικός-Ρωσικός Πόλεμος 1877-1878
Ο πόλεμος μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας το 1877-1878 που ονομάστηκε και ο «Πόλεμος του 93», τέλειωσε με την ήττα των Τούρκων και ήτανε η αρχή των μαχών, των λεηλασιών, των γενοκτονιών και ομαδικών εγκλημάτων και η αρχή μιας πικρής μοίρας για τον ντόπιο κόσμο της περιοχής. Μετά την ήττα αυτή, άρχισε με τους Ρώσους στρατιώτες με τους Βούλγαρους αντάρτες, και μετέπειτα με ους Έλληνες με τους αδελφούς Σέρβους και με τους άλλους εκείνους που ήτανε κυνηγοί ευκαιριών και που θέλανε να επωφεληθούνε από την πτώση του Οθωμανικού Κράτους, μια περίοδο αρπαγών, λεηλασιών, και πολιτικών αδιεξόδων, που προήλθανε πιο πολλή δια μέσου των πολιτικών παιχνιδιών των μεγάλων δυνάμεων.
Η στρατιωτική σημασία της περιοχής, τα ιστορικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, οι διαφορετικές εθνότητες της περιοχής, η σημασία της προστασίας του Βόσπορου, ο πόλεμος μεταξύ Ρώσων και Οθωμανών του 1828-1829, οδήγησε το Οθωμανικό Κράτος το 1864στην ίδρυση μιας ισχυρής νομαρχίας Αδριανούπολις. Η νομαρχία της Αδριανούπολις των πέντε σημαιών, περιείχε την ολόκληρη Θράκη που βρισκότανε στα νότια των Βαλκανικών Οροσειρών, και περικυκλωνότανε από την Μαύρη Θάλασσα, από την νομαρχία Κωνσταντινούπολης, από τον Μαρμαρά, από τον Βόσπορο, Αιγαίο, και από τους ποταμούς Νέστος μέχρι και τον Μέστα. Η πολιτική αυτή σταθερότητα χάλασε δυστυχώς μέσου των συνθηκών του Άγιου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878), και του Βερολίνου (13 Ιουνίου 1878). Μέσου των συνθηκών αυτών η νομαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας πέρασε στα χέρια των Βουλγάρων και χάλασε η δημογραφική δομή της Θράκης. Το 1886 με το χαμό της Ανατολικής Ρωμυλίας, η Θράκη άνηκε πια σε μια γεωγραφία που συνόρευε από ανατολικά με την Μαύρη Θάλασσα, Μαρμαράς, στα νότια με το Αιγαίο, και στα δυτικά με τον ποταμό Μεστά.
Κατά την διάρκεια του πολέμου μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας το 1877-1878, ο Σουλεϊμάν Πασάς που ήτανε από τους τελευταίους Οθωμανούς που αντιστεκόντουσαν μπροστά στις πύλες της Φιλιππούπολης, τραβήχτηκε με το στρατό του προς την οροσειρά της Ροδόπης. Η Αδριανούπολη στις 20 Ιανουαρίου 1878 είχε πέσει στα χέρια των Ρώσων. Η κατάσταση στα Βαλκάνια έγερνε προς την πλευρά των Ρώσων και των συμμάχων τους. Οι Οθωμανοί την ίδια περίοδο χάνανε τον πόλεμο στα βόρειο ανατολικά της Ανατολίας. Το Οθωμανικό Κράτος που βρισκότανε σε αδιέξοδο έψαχνε με την πρωτοβουλία των μεγάλων χωρών ευκαιρία για σύναψη ειρήνης. Έτσι υπέγραψε μια συνθήκη που έδινε περισσότερα πλεονεκτήματα στην ρωσική πλευρά. Με την συμφωνία που υπογράφηκε στις 31 Ιανουαρίου 1878 σταμάτησε ο πόλεμος, αλλά οι Ρώσοι είχανε φτάσει σχεδόν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Οι Οθωμανοί που είχανε κουραστεί από τους αλλεπάλληλους πολέμους, καταλάβανε ότι δεν έχει κανένα νόημα η συνέχιση του πολέμου και συμφωνήσανε με τους Ρώσους. Στις 3 Μαρτίου ακολούθησε η σύναψη της Συνθήκης του Άγιου Στέφανου. Έτσι η Βουλγαρία θα ήτανε υπό την προστασία της Ρωσίας. Με την συμφωνία αυτή 4 εκατομμύρια Τούρκοι αφεθήκανε κάτω από την ηγεσία των Βουλγάρων και των Ρώσων. Οι λεπτομέρειες της Συνθήκης του Άγιου Στέφανου ήτανε για τα Βαλκάνια οι εξής:
1. Βουλγαρία θα είχε μια χριστιανική κυβέρνηση, δικό του στρατό, θα ήτανε αδέσμευτο και θα πλήρωνε φόρο στο Οθωμανικού Κράτους. Ο βούλγαρος πρίγκιπας θα εκλεγότανε από τον λαό και θα εγκρινότανε από το Οθωμανικό Κράτος.
2. Στην Βουλγαρία δεν θα υπήρχε Οθωμανικός Στρατός και για δύο χρόνια μέχρι την ίδρυση του Βουλγαρικού Στρατού θα φύλαγε εκεί ο Ρωσικός Στρατός.
3. Τα Βουλγαρικά εδάφη απλωνόντουσαν μέχρι το Αιγαίο. Τα σύνορα της χώρας χαραζότανε ανατολικά από το Λουλέμπουργαζ, νότια από τον Πορτολάγο και τα διπλανά παράλια μεταξύ της Κομοτηνής και Ξάνθης, ακόμα και το λιμάνι της Καβάλας θα ανήκανε στην Βουλγαρία. Τα Σκόπια, το Μοναστήρι της Μακεδονίας είχανε μείνει μέσα στα Βουλγαρικά σύνορα δώσανε την αφορμή πού η Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα και η Αλβανία αποχωρήσανε από την νομαρχία της Αδριανούπολις.
Με την Συνθήκη του Άγιου Στέφανου η Βουλγαρία χωρίζει από το Οθωμανικό Κράτος. Τα εδάφη της Βουλγαρίας απλωνόντουσαν από τον Δούναβη μέχρι το Αιγαίο, και από την Μαύρη Θάλασσα μέχρι τις Πρέσπες. Στα εδάφη αυτά εναντίων των 2.587.000 βουλγάρων μένανε 4.000.000 Τούρκοι και φυλές που δεν ανήκανε στην βουλγαρική φυλή. Σύμφωνα με την Συνθήκη φαινότανε ότι το Βουλγαρικό Πριγκιπάτο είχε αφεθεί στην Οθωμανική Ηγεμονία, αλλά στην αλήθεια θα ήτανε για τα επόμενα 2 χρόνια υπό την καθοδήγηση του Ρώσου επίτροπου και των ρωσικών δυνάμεων. Επειδή η διοίκηση της Βουλγαρίας βρισκότανε κάτω από την ρωσική ηγεσία, η Ρωσία θα μπορούσε να ανοιχτή στην Μεσόγειο. Ήτανε φανερό ότι μια τέτοια τεχνητά φτιαγμένη Βουλγαρία, θα ήτανε πάντα απειλή για την Κωνσταντινούπολη. Εξάλλου ως προς τις μεταρρυθμίσεις στην Κρήτη, Θεσσαλία και Αλβανία το Οθωμανικό Κράτος έπρεπε να πάρει και την έγκριση της Ρωσίας. Αυτή η Συνθήκη επιτάχυνε και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Συνθήκη του Άγιου Στέφανου είναι σημαντική από την άποψη των πηγών σχετικά με το ζήτημα της Δυτικής Θράκης. Η Αξιολόγηση αυτή, εκφράζεται σε μια πηγή ως εξής: «τα βάσανα που δημιουργηθήκανε μετά τον Πόλεμο του 93, δεν βρήκανε τέλος ακόμα και σήμερα και είναι τα ίδια εξωτερικά προβλήματα που είναι αντιμέτωπη η σημερινή Τουρκική Δημοκρατία. Το Αιγαίο, το Κυπριακό και το Αρμενικό πρόβλημα, είναι τα προβλήματα που απασχολούνε ακόμα και σήμερα την τουρκική εξωτερική πολιτική μετά την λήξει του «Πόλεμου του 93».
Η Συνθήκη του Άγιου Στέφανου επικρίθηκε πάρα πολλή από τους Τούρκους της περιοχής, που πριν από αυτό γνωρίσανε τις βουλγαρικές και τις ρωσικές θηριωδίες. Έτσι ακολουθήσανε ξεσηκωμοί μεταξύ των Τούρκων. Οι Οθωμανοί που είχανε χάσει τον πόλεμο, και ήτανε πολιτικά, οικονομικά και υλικά αποδυναμωμένοι, μπροστά στις θηριωδίες των Ρωσικών στρατιωτικών και των Βουλγαρικών παραστρατιωτικών δυνάμεων μένανε με δεμένα τα χέρια. Αυτό το διάστημα 500.000 Τούρκοι που ξεφεύγανε από τις θηριωδίες αυτές, ερχόμενοι από τα Βαλκάνια εγκατασταθήκανε στην Ανατολική Θράκη, Οροσειρά της Ροδόπης και στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι που μεταναστεύανε, οχυρωθήκανε μαζί με την εθνοφρουρά του Οθωμανικού στρατού και πολεμήσανε τους Ρώσους και τους Βουλγάρους στις Οροσειρές της Ροδόπης. Αυτοί οι ξεσηκωμοί που γινότανε εξαιτίας των θηριωδιών των Ρώσων και Βουλγάρων, έδειξε στις ευρωπαϊκές χώρες ότι η Συνθήκη του Άγιου Στέφανου αντί να φέρει ειρήνη, έφερε στον τουρκικό πληθυσμό της περιοχής μόνο θρήνος και πόνο, και το Βουλγαρικό κράτος που γινότανε η προσπάθεια να ιδρυθεί με έναν τουρκικό πληθυσμό, που ήτανε σε πλειοψηφία, έδινε το μήνυμα της αλλαγής της Συνθήκης αυτής. Στην συνέχεια αρχίσανε να γίνονται πιέσεις στην Ρωσία για τον σκοπό της αλλαγής της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου.
Ίδρυση Προσωρινής Κυβερνήσεως στην Ροδόπη
Μετά την Συνθήκη του Άγιου Στέφανου, τα εδάφη που παρθήκανε από τα χέρια του Οθωμανικού Κράτους, περάσανε σε Ρωσικά και στα Βουλγαρικά χέρια. Στην συνέχεια οι Τούρκοι σε αυτές τις περιοχές αρχίσανε εξεγέρσεις και διαδηλώσεις για να δώσουνε το μήνυμα την αντίθεση τους με την Συνθήκη του Άγιου Στέφανου. Σε 40 μέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης στα βόρεια της Οροσειράς Ροδόπης κοντά στο Τσέρμεν συγκρουστήκανε Τούρκοι με τους Κοζάκους ιππείς. Μετά την σύγκρουση αυτή οι εξεγέρσεις εξαπλωθήκανε σε ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Ροδόπης. Οι Τούρκοι για να σώσουνε τις ζωές τους βρήκανε καταφύγιο στην οροσειρά Ροδόπης. Οι Τούρκοι που είχανε καταφύγει στην οροσειρά της Ροδόπης διαμαρτυρηθήκανε στον Ρώσο διοικητή Δούκα Νικόλα και απαιτήσανε το τέλος των θηριωδιών που γινότανε στην περιοχή. Δυστυχώς όμως δεν πάρθηκε στα σοβαρά αυτή η απαίτηση των Τούρκων της περιοχής από τον Ρώσο διοικητή των Δούκα Νικόλα. Όταν ο διοικητής των τουρκικών δυνάμεων ο Σουλεϊμάν Πασάς έχασε την μάχη εναντίων των ρωσικών δυνάμεων, οι τουρκικές δυνάμεις με τον τοπικό τουρκικό πληθυσμό, με λίγα κανόνια και οπλισμό που είχανε απομείνει, οχυρωθήκανε στην οροσειρά της Ροδόπης και συνεχίσανε να αμύνονται και να πολεμάνε τους Ρώσους. Αν και οι ρωσικές δυνάμεις μαζί με τους Βούλγαρους παραστρατιωτικές δυνάμεις προσπαθήσανε να καταπνίξουνε τις εξεγέρσεις αυτές, λόγο των ακατάλληλων γεωγραφικών συνθηκών μείνανε οι προσπάθειες αυτές άκαρπες. Οι τουρκικές εξεγέρσεις της περιοχής είχανε γίνει εφιάλτης και μεγάλο πρόβλημα για τους Ρώσους.
Παράλληλα με τις συνεχιζόμενες μάχες, τα ηγετικά στελέχη των Τούρκων της περιοχής ζητούσανε από το Οθωμανικό Κράτος βοήθεια. Ένα υπόμνημα που είχε γραφτή από τους Τούρκους βουλευτές Αμπδουλλάχ Εφέντη και Χατζή Χαλήλ Εφέντη και με τις υπογραφές των Θρακιωτών βουλευτών και μελών των χωρικών κοινοβουλίων, στάλθηκε στον Σουλτάνο Αμπδουλχαμίτ και στον Άγγλο πρέσβη της Κωνσταντινούπολης των Λόρδο Λάϊγιαρδ. Στο υπόμνημα έγραφε το εξής: «Μετά την παραβίαση της Ρούμελης από τους Ρώσους, οι Ρώσοι και καθοδηγητές τους οι Βούλγαροι, έπραξαν εναντίων των Τούρκων κάθε ειδών θηριωδίες που δεν χωρούσε σε ανθρώπινο νου». Οι Τούρκοι της Ροδόπης απαιτήσανε την μη υποταγή τους εκτός του Οθωμανικού Κράτους και δώσανε το μήνυμα ότι θα πολεμήσουνε εναντίων των ρωσικών και βουλγαρικών δυνάμεων μέχρι θανάτου. Για τον λόγο αυτό απαιτήσανε από τον Σουλτάνο πυρομαχικά και τονίσανε ότι αυτά τα πυρομαχικά είναι αναγκαία για την συνέχιση του αγώνα τους εναντίων του ρωσικού και του βουλγαρικού ζυγού. Αν και οι Τούρκοι της Ροδόπης είχανε μετατρέψει τις μάχες σε συστηματικό αγώνα, έμεινε δυστυχώς η απαίτηση τους αυτή χωρίς ανταπόκριση. Έτσι ιδρύσανε την πρώτη Προσωρινή Κυβέρνηση και συνεχίσανε με συστηματικό τρόπο να αγωνίζονται εναντίων των Ρώσων και των Βουλγάρων.
Σύμφωνα με μια πηγή η κυβέρνηση αυτή ιδρύθηκε στις 16 Μαΐου του 1878, και σύμφωνα με μια άλλη πηγή στις 4 Μαρτίου του 1878 στο χωριό Καράταρλα της περιοχής Σουλτάνγιερι. Η επιτροπή ιδρύσεως της κυβερνήσεως αποτελούτανε από τον Αχμέτ Αγά Τιμιρσκί, Χατζή Ισμαήλ Εφέντη, Χιδαγιέτ Πασάς και από τον Καρά Γιουσούφ Τσαούσης και αποτελούτανε από ένα Κοινοβούλιο Εκπροσώπων που απαρτιζότανε από 30 άτομα. Ήτανε μια κυβέρνηση που ανταποκρινότανε σε περίπου 4 εκατομμύρια Τούρκους κατοίκους της περιοχής.
Οι Προσωρινή Τουρκική Κυβέρνηση της Ροδόπης αγωνίστηκε για τα επόμενα 8 χρόνια σκληρά και με αλησμόνητο κουράγιο εναντίων των ρωσικών και βουλγαρικών επιθέσεων και χρησιμοποίησε τα όπλα και τα πυρομαχικά των στρατηγών που προστάτευαν τα Βαλκάνια, δηλαδή των Σουλεϊμάν Πασά και του Γαζί Οσμάν Πασά. Ο αριθμός των τουρκικών δυνάμεων που προστάτευαν την Ροδόπη με μεγάλη επιτυχία εναντίων των Ρώσων και Βουλγάρων, κυμαινότανε σύμφωνα με διάφορες πηγές μεταξύ 10.000 και 25.000 ανδρών.
Το Οθωμανικό Κράτος μετά της ήττες της σε πολλά μέτωπα, δεν ήτανε σε θέση να υποστηρίξει τον ένοπλο αγώνα που συνεχίζανε οι Τούρκοι στην Ανατολική Ρωμυλία. Ο αγώνας δινότανε αποκλειστικά από τον ντόπιο τουρκικό πληθυσμό και γινότανε για να αποκόψει τις θηριωδίες όπως τις αρπαγές, τις λεηλασίες, τα εγκλήματα, τις κλοπές και άλλα κακά εναντίων του Τούρκων της περιοχής. Οι Τούρκοι με το κλέφτικο πόλεμο εναντίων των κατακτητών τους προκαλούσανε σοβαρές ήττες και ζημιές και μετά καταφεύγανε στα βουνά. Στην ηγεσία των ηρώων και των αλύγιστων της Ροδόπης βρισκότανε ο Καρά Γιουσούφ Τσαούσης και ο Χιδαγιέτ Πασάς, ο οποίος ήτανε αγγλικής καταγωγής κατείχε την ονομασία Σίγκλερ. Πρώτα η ηγεσία αυτή διοικούσε αρμονικά, αλλά μετά την αποχώρηση του Χιδαγιέτ Πασά, οι δυνάμεις της Ροδόπης χωρίσανε σε δύο παρατάξεις. Το περιστατικό αυτό συνέβη σε μια πάρα πολλή κρίσιμη καμπή του απελευθερωτικού αγώνα. Μετά όμως ενωθήκανε οι Τούρκοι της Ροδόπης πάλι κάτω από μια ηγεσία. Κατά την διάρκεια του αγώνα αυτού η οροσειρά της Ροδόπης χώριζε τις περιοχές της Φιλιππούπολης και Κίρτζαλι, με την Δυτική Θράκη. Οι Τούρκοι από τις πρώην οθωμανικές περιοχές της Ρουμανίας και από την βόρεια Βουλγαρία, ερχόντουσαν στις πόλεις της Κομοτηνής, Ξάνθης και σε άλλες επαρχίες που βρισκότανε στις νότιες περιοχές της οροσειράς της Ροδόπης. Ο αγώνας αυτός συνεχιζότανε παρά της εκκλήσεις των βουλγαρικών και των ρωσικών δυνάμεων. Παράλληλα όμως συνεχιζότανε και η ροή των προσφύγων Τούρκων από τα Βαλκάνια στην περιοχή της Δυτικής Θράκης. Οι Τούρκοι πρόσφυγες ενωνόντουσαν με τις τουρκικές δυνάμεις της περιοχής και συνεχίζανε να μάχονται εναντίων των κατακτητών.
Η Προσωρινή Τουρκική Κυβέρνηση της Ροδόπης από την μια αγωνιζότανε εναντίων των ρωσικών και βουλγαρικών δυνάμεων και από την άλλη προσπαθούσε να αποκτήσει την υποστήριξη του Οθωμανικού Κράτους. Η έκκληση βοήθειας των Τούρκων της Ροδόπης προς τους Οθωμανούς έμεινε δυστυχώς χωρίς ανταπόκριση. Μετά το τέλος των πυρομαχικών οι Τουρκικές δυνάμεις της περιοχής γνωρίσανε την ήττα μετά από πάρα πολλές ηρωικές μάχες που δώσανε. Στην διαμόρφωση της ήττας αυτής έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο η αρρώστια της χολέρας που σάρωσε την περιοχή την ίδια περίοδο. Τα καταστραμμένα χωριά του αγώνα για την απελευθέρωση της Ροδόπης, μπορούνε να ιδωθούνε ακόμα και σήμερα στην Δυτική Θράκη.
O Συμβούλιο και η Συνθήκη του Βερολίνου
Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις και απαιτήσεις συγκεντρώθηκε στις 13 Ιουνίου 1878 το Συμβούλιο του Βερολίνου για να συζητήσει τις εκκρεμότητες που αφορούσανε το Οθωμανικό Κράτος και την Βουλγαρία. Το συμβούλιο ετοίμασε στο τέλος με την ονομασία Συνθήκη του Βερολίνου ένα προσχέδιο που υπογράφηκε από 7 ευρωπαϊκά κράτη. Σύμφωνα με την συνθήκη αυτή που υπογράφηκε στις 13 Ιουλίου 1878 όπου ανακαταταχθήκανε οι Βουλγαρία, Ανατολική Ρωμυλία και η Θράκη. Οι διαρρυθμίσεις ήτανε οι παρακάτω: Η Μεγάλη Βουλγαρία χωριζότανε σε τρία κομμάτια. Η πρώτη περιοχή, το σημείο μεταξύ Δούναβης και των Βαλκανίων, θα γινότανε, κάτω από την προστασία των Οθωμανών ένα αυτοδιοικούμενο Βουλγαρικό Πριγκιπάτο που θα πλήρωνε το φόρο του στο Μπάμπιαλι. Ο Πρίγκιπας αυτός θα εκλεγότανε από τον λαό και θα διοριζότανε με την έγκριση του Οθωμανικού Κράτους και των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η Βουλγαρία θα έμενε κάτω από ρωσική ηγεσία μόνο για 9 μήνες και μετά θα ακολουθούσε η εκλογή του πρίγκιπα. Η δεύτερη περιοχή ήτανε η περιοχή με την ονομασία Ανατολική Ρωμυλία που αφέθηκε στο Οθωμανικό Κράτος, το οποίο βρίσκεται στο νότιο τμήμα των Βαλκανίων. Η επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας που θα ιδρυότανε εδώ, θα άνηκε διοικητικά στο Οθωμανικό Κράτος και θα πλήρωνε ετήσιο φόρο στο ταμείο του Οθωμανικού Κράτους. Στρατιωτικά και πολιτικά θα ήτανε υπό την διοίκηση του Οθωμανικού Κράτους το οποίο θα ήτανε και υπεύθυνο από την προστασία των συνόρων του. Αυτή η περιοχή θα διοικούτανε από έναν χριστιανό νομάρχη που θα διοριζότανε από τον Σουλτάνο και θα εγκρινότανε από μια επιτροπή που θα αποτελούτανε από τους εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων. Η δημόσια τάξη της περιοχής θα προστατευότανε από την αστυνομία, πού οι διοικητές του θα διοριζότανε από τον Σουλτάνο. Μόνο σε κατάσταση πολέμου δεν θα βρισκότανε εδώ τούρκοι στρατιώτες, αλλά σε περίπτωση κινδύνου ο νομάρχης θα μπορούσανε να καλέσει τους τούρκους στρατιώτες στην νομαρχία. Η τρίτη περιοχή ήτανε η Μακεδονία, που με την προϋπόθεση γίνονται μεταρρυθμίσεις, δινότανε στην ηγεσία του Οθωμανικού Κράτους. Από τις αποφάσεις μπορεί να αντιληφθεί ότι αν και φαινότανε ότι ήτανε ένα κομμάτι του Οθωμανικού Κράτους, δεν θα μπορούσε να ανακατεύεται στα εσωτερικά της Βουλγαρίας. Η Ανατολική Ρωμυλία, αν και ήτανε μια νομαρχία του Οθωμανικού Κράτους, η διοίκηση της θα καθοριζότανε από το καταστατικό που θα όριζε μια διεθνής επιτροπή που θα αποτελούτανε από τις διεθνές δυνάμεις.